ανέξοδος

ανέξοδος
-η, -ο (Α ἀνέξοδος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ξοδεύει πολλά, φειδωλός
2. αυτός που δεν στοιχίζει τίποτε, που είναι δωρεάν
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει έξοδο, εκείνος από όπου δεν είναι δυνατόν να βγει κανείς, αδιάβατος
2. (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός
3. (για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακοινώνητος, μοναχικός, περιορισμένος
4. μάταιος, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδος, ενώ το νεοελλ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδο(ν). Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνέξοδος — with no outlet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέξοδος — η, ο αυτός που γίνεται χωρίς έξοδα, αδάπανος: Το ταξίδι που έκανα ήταν ανέξοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνέξοδον — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc sg ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξόδοις — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξόδους — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξόδων — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέξοδα — ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνέξοδον — ἀνέξοδον , ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc sg ἀνέξοδον , ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”